Με αφορμή και όχι αιτία τις εκλογές: πλευρές της καθημερινής εργασιακής και επιστημονικής πρακτικής των αρχιτεκτόνων

Με αφορμή τις εκλογές της Επιστημονικής Επιτροπής Ειδικότητας Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΤΕΕ

Με το παρόν κείμενο επιχειρούμε να μιλήσουμε κριτικά για κάποιες πλευρές της επαγγελματικής και επιστημονικής μας δραστηριότητας, τις οποίες συχνά, απορροφημένοι από τον καθημερινή προσπάθεια εργασιακής επιβίωσης ή ακόμα χειρότερα αποκομμένοι από το αντικείμενο το οποίο σπουδάσαμε λόγω ανεργίας ή υποχρεωτικής ετεροαπασχόλησης, τείνουμε να ξεχνάμε. Ακολουθούν λίγα λόγια για τη διαδικασία τακτοποίησης αυθαιρέτων, τον ΚΕΝΑΚ, το fast track με τις συνεπακόλουθες αλλαγές στον σχεδιασμό που αφορά και τους πολεοδόμους – χωροτάκτες και την οικοδομή. Περισσότερα μπορεί να βρει κανείς στη διεύθυνση https://akea2011.wordpress.com

Τακτοποιήσεις αυθαιρέτων

Οι τακτοποιήσεις αυθαιρέτων αποτελούν το μοναδικό πεδίο άσκησης του επαγγέλματος για χιλιάδες μηχανικούς, μαζί με κάποιες άδειες λειτουργίας και κάτι ενεργειακά πιστοποιητικά. Ως γνωστόν, η διαδικασία τακτοποίησης – ρύθμισης αυθαιρέτων σύμφωνα με τους δύο τελευταίους νόμους 4014/11 και 4178/13 περνάει αποκλειστικά στους μηχανικούς και την ηλεκτρονική πλατφόρμα του ΤΕΕ.

Όμως, η κατάργηση των πολεοδομιών και ως εκ τούτου του δημόσιου ελέγχου,  αντικαταστάθηκε από την ανάληψη της ευθύνης της «τακτοποίησης» από τους μηχανικούς ατομικά. Έτσι, από τη στιγμή που δεν υπάρχει ούτε τώρα ούτε στο μέλλον κανένας ουσιαστικός έλεγχος, πράγμα που δεν γνωρίζουμε μόνο εμείς αλλά και οι πελάτες μας – από τον πλέον αναξιοπαθούντα μέχρι το μεγαλύτερο αρπακτικό της αγοράς – πιεζόμαστε να τακτοποιήσουμε τα ατακτοποίητα, δημιουργούμε μόνοι μας το αντικείμενο της δουλειάς μας και ερμηνεύουμε μόνοι μας, υπέρ του πελάτη, την τρύπια νομοθεσία. Μετατραπήκαμε έτσι σε μακρύ χέρι του κράτους, αφού γλυτώσαμε την ταλαιπωρία στις ουρές της πολεοδομίας, με αντίτιμο την συνενοχή και τα βουνά λαθών που κάνουμε εκούσια ή ακούσια, ελλείψει οποιασδήποτε αρμόδιας και υπεύθυνης δημόσιας αρχής και ενός καθαρού και σαφούς νόμου. Ενός νόμου, που ίσως θα μας έκανε να νιώσουμε λιγάκι παραγωγικοί και χρήσιμοι, αν βέβαια είχε στον πυρήνα του τον πραγματικό περιορισμό της αυθαίρετης δόμησης και όχι την στενή εισπρακτική λογική για λογαριασμό της τρόικας και του δημόσιου χρέους.

Η υποκρισία άλλωστε των απανωτών ρυθμίσεων – τακτοποιήσεων είναι προφανής, μόνο από το γεγονός ότι θεωρείται παράβαση ένα μπάρμπεκιου στην αυλή, ή ένας ηλιακός θερμοσίφωνας πάνω από το ασανσέρ, ενώ με τις νέες άδειες μικρής κλίμακας, ουσιαστικά μπορείς να κάνεις τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα, πολλά από τα οποία φιγουράρουν στην κατηγορία των «λοιπών παραβάσεων» των ν.4014/11 και 4178/13. Την ίδια στιγμή, ο ΝΟΚ επιτρέπει όργια υπερβάσεων, χαρίζοντας ορόφους ολόκληρους, θυμίζοντας τις ένδοξες και πλήρως «αναπτυξιακές» εποχές του Παττακού και του Παπαδόπουλου, αν ο μηχανικός τον χειριστεί «καλά»…

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το ΤΕΕ μέσω της διαδικασίας τακτοποίησης των αυθαιρέτων εισπράττει από δύο μεριές. Τόσο μέσω του διόλου ευκαταφρόνητου ανταποδοτικού τέλους της τάξης του 3% του προστίμου, το οποίο πληρώνεται από τους πολίτες και πολλές φορές από τους ίδιους τους μηχανικούς, όσο και από το πράσινο ταμείο, σύμφωνα με τον τελευταίο νόμο. Έτσι αντικαταστάθηκε και το καταργηθέν από την τρόικα 2%, ένα τέλος που σε μεγάλο βαθμό είχε καταργηθεί ούτως ή άλλως στην πράξη λόγω της ύφεσης στον κλάδο των κατασκευών. Το ΤΕΕ με τον τελευταίο – και προσεχώς αντισυνταγματικό – νόμο, κατάφερε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του το ανταποδοτικό τέλος, αλλά δεν επέδειξε την ίδια ετοιμότητα στην υπεράσπιση των μελών του, για τα οποία δεν προβλέπονται πλέον ούτε νόμιμες, ούτε ελάχιστες αμοιβές. Την ίδια στιγμή ξεπέρασε ακόμα και την κυβέρνηση στο θέμα της μη μεταβίβασης αυθαίρετων κατασκευών, εγκαλώντας τους συμβολαιογράφους που δέχονταν χειρόγραφες βεβαιώσεις από μηχανικούς παρακάμπτοντας το ηλεκτρονική πλατφόρμα του. Συνεπώς δεν είναι τυχαίο πως, παρά τις σημαντικές αντιδράσεις από τμήμα της κοινωνίας για την ουσία των νόμων περί αυθαιρέτων, που οδήγησε και στην κατάργηση του ν.4014/11 λόγω αντισυνταγματικότητας, το ΤΕΕ από τη θέση του «τεχνικού σύμβουλου» του κράτους απέφυγε να τους καταγγείλει, έστω και για τα μάτια του κόσμου.

Όλα τα παραπάνω συνεπάγονται πως καλούμε τους συναδέλφους να απέχουν από τη διαδικασία ρύθμισης των αυθαιρέτων; Μακάρι να υπήρχε τέτοια πολυτέλεια. Όποιος μπορεί επιβιώσει επαγγελματικά, αποφεύγοντας την εμπλοκή με φαιδρές από όλες τις απόψεις διαδικασίες, όπως αυτές της τακτοποίησης των αυθαιρέτων, μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του τυχερό. Σε συνθήκες πιεστικών κοινωνικών αναγκών, στις οποίες προστίθεται με τρόπο τραγικό και αυτή της εξασφάλισης κατοικίας, οι μηχανικοί έχουν πολλά να προσφέρουν. Έχουν πολλή πληροφορία να αξιοποιήσουν για την εξασφάλιση γερών και νόμιμων κατασκευών, αντί να συμπληρώνουν ΔΕ.ΔΟ.ΤΑ και δηλώσεις ένταξης αυθαιρέτων. Τα αυθαίρετα είναι η μοναδική δουλειά που έχουμε, γιατί αυτή είναι η μόνη που μας αφήσανε, όχι αυτή που μπορούμε να παρέχουμε και αυτή που η κοινωνία έχει ανάγκη.

ΚΕΝΑΚ

Ο Κανονισμός ΕΝεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ), προωθήθηκε ως μέτρο προστασίας του περιβάλλοντος. Η μελέτη ενεργειακής απόδοσης που υποχρεωτικά συνοδεύει πλέον τα νέα κτίρια και τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης που αποτελούν τη διάγνωση για να ακολουθήσει η θεραπεία της ενεργειακής αναβάθμισης, θεωρητικά θα οδηγήσουν σε χαμηλή κατανάλωση ενέργειας και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, δηλαδή σε προστασία του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση χρημάτων για τους κατοίκους.

Στην πραγματικότητα ο ΚΕΝΑΚ αποδεικνύεται απόλυτα προσαρμοσμένος στις ανάγκες της αγοράς και ελάχιστα προσαρμοσμένος στις αρχές του βιοκλιματικού σχεδιασμού και στην σύγχρονη πολυπαραγοντική επιστημονική προσέγγιση του προβλήματος της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων. Εφαρμόζοντας ένα σύστημα αξιολόγησης που κατατάσσει τα κτίρια σε ενεργειακές κατηγορίες, ο ΚΕΝΑΚ πριμοδοτεί υπερβολικά ότι φέρνει κέρδος στις εταιρείες οικοδομικών υλικών και ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού (κουφώματα, μονωτικά υλικά, λέβητες κ.ά.) και ελάχιστα έως καθόλου παράγοντες που έχουν σχέση με την αρχιτεκτονική και που μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα αλλά δεν αποφέρουν άμεσα κέρδος όπως τα ανοίγματα, η φύτευση, ο προσανατολισμός του κτιρίου κ.λπ.

Είναι γεγονός ότι η ενεργειακή και γενικότερα η περιβαλλοντική συμπεριφορά ενός κτιρίου καθορίζονται κατά κύριο λόγο από παραμέτρους που αφορούν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Δηλαδή τη θέση, τον προσανατολισμό, την γεωμετρία, την χωροθέτηση λειτουργιών, το μέγεθος και την κατανομή των ανοιγμάτων, τα υλικά, την ένταξη στο περιβάλλον κ.λπ. Η έμφαση σε μεμονωμένα στοιχεία όπως η επιδερμίδα του (με την εισαγωγή διπλών τζαμιών ή ενισχυμένης θερμομόνωσης κ.λπ.) αποτελούν αποσπασματικές ενέργειες, των οποίων τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα σε σχέση με το συνολικό περιβαλλοντικό ισοζύγιο. Οι κατευθύνσεις του ΚΕΝΑΚ όμως κάθε άλλο παρά συμφωνούν με την παραπάνω προσέγγιση. Υπάρχουν μια σειρά από παράμετροι τις οποίες δε λαμβάνει υπόψη, όπως ο προσανατολισμός του κτιρίου, η γεωμετρία, τα ανοίγματα και η χωροθέτηση των λειτουργιών του, το μικροκλίμα, ενώ δεν υπολογίζονται συστήματα σκίασης που έχουν καλύτερα αποτελέσματα από ότι π.χ. τα «ενεργειακά» υαλοστάσια.

Συμπερασματικά, ο ΚΕΝΑΚ προωθεί κλειστά κελύφη με καλές μηχανές, που δεν αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον τους. Με αυτό τον τρόπο ολόκληροι παραδοσιακοί οικισμοί μπορεί να αξιολογηθούν πολύ χαμηλά, ενώ αξιοποιούν παθητικά συστήματα και προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε περιοχής (μικροκλίμα, τοπογραφία, υλικά κ.λπ). Η κατάταξη έχει περάσει σε μεγάλο βαθμό στα Η/Μ συστήματα με τη βελτίωση των οποίων  αλλάζει η κατηγορία θεαματικά. Από την άλλη η προσπάθεια για βελτίωση του κτιρίου με αρχιτεκτονικά μέσα (γεωμετρία, προσανατολισμός, ποσοστό ανοιγμάτων – ανοίγματα, εισαγωγή παθητικών συστημάτων σκίασης – αερισμού) έχει μηδαμινά αποτελέσματα και δυσανάλογα περισσότερο κόπο. Οδηγούμαστε έτσι, σε έτοιμες τυποποιημένες πρακτικές, σε αξεσουάρ που τα φοράμε στο κτίριό μας και αυτό παίρνει πόντους και που μπορούν να εφαρμοστούν ακόμα και χωρίς μελέτη. Ενισχύεται έτσι η λανθασμένη εντύπωση ότι η φιλική προς το περιβάλλον αρχιτεκτονική είναι θέμα κόστους (ακριβά υλικά και εγκαταστάσεις), ενώ τουλάχιστον σε χαλαρούς αστικούς, περιαστικούς και αγροτικούς ιστούς είναι θέμα σωστού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Άστοχες αρχιτεκτονικές επιλογές και κακός σχεδιασμός παραβλέπονται, αν μεμονωμένα στοιχεία του κτιρίου τηρούν κάποιες ελάχιστες προδιαγραφές.

Συνεπώς ο ΚΕΝΑΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί εργαλείο σχεδιασμού και βελτίωσης, αλλά ακύρωση της περιβαλλοντικά φιλικής αρχιτεκτονικής. Ενώ λοιπόν η δημιουργία συνθηκών άνεσης με στρατηγικές φιλικές προς το περιβάλλον είναι πρωταρχικός στόχος του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ο ΚΕΝΑΚ σήμερα αποτελεί ένα βήμα πίσω σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς ως «καλό» κτίριο νοείται ένα κτίριο με ερμητικά κλειστό κέλυφος και αποδοτικά Η/Μ.

Αναλυτικότερα, το θέμα του ΚΕΝΑΚ αναπτύσσεται εδώ: https://akea2011.wordpress.com/2011/03/30/kenak/

Fast Track αλλαγές στον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό

Στις 23 Απριλίου 2010 ανακοινώνεται η προσφυγή της Ελλάδας στον “μηχανισμό στήριξης” που συγκροτεί η τρόικα ΔΝΤ/ΕΚΤ/ΕΕ. Οι συνέπειες που βιώνει η Ελληνική κοινωνία από τα διαδοχικά μνημόνια και τις πολιτικές των διαδοχικών μνημονιακών κυβερνήσεων έχουν και χωρική συνιστώσα. Η διαχρονική πολιτική ενίσχυσης της μικρής ιδιοκτησίας ανατρέπεται και οι πολιτικές υπερφορολόγησης της κατοχής ακίνητης περιουσίας οδηγούν στην υφαρπαγή της γης και των ακινήτων και στη συγκέντρωσή τους στα χέρια ολίγων. Η τρέχουσα πολιτική, η οποία επαγγέλλεται μία ανάπτυξη στηριγμένη στην υποβάθμιση τόσο των εργασιακών όρων και αποδοχών όσο και της προστασίας του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος, οδηγεί στην υιοθέτηση νομικών εργαλείων που στο όνομα της διευκόλυνσης των “στρατηγικών επενδύσεων” καταργούν επί της ουσίας τον σχεδιασμό.

Τόσο ο Ν.3894/10 (ευρύτερα γνωστός ως νόμος του “fast-track”) που οδηγεί στα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΣΧΑΣΕ) όσο και ο Ν.3986/11 που προβλέπει τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημόσιων Ακινήτων (ΕΣΧΑΔΑ), που αφορούν τα δημόσια ακίνητα, τα οποία πλέον εκλαμβάνονται σαν ιδιωτική περιουσία του κράτους και μεταβιβάζονται στο ΤΑΙΠΕΔ, διαμορφώνουν μία κατάσταση όπου αντί να προσαρμόζεται ο επενδυτής στη νομοθεσία, προσαρμόζεται η νομοθεσία στον επενδυτή.

Τα ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ μπορούν να τροποποιούν τους όρους εγκεκριμένων Ρυθμιστικών Σχεδίων, ΖΟΕ, ΓΠΣ, ΣΧΟΟΑΠ, ρυμοτομικά, πολεοδομικές μελέτες και σχέδια πόλεως. Τα ακίνητα που χωροθετούνται εντός των ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ μπορούν να υπερβαίνουν τους όρους και περιορισμούς δόμησης όπως περιγράφονται στον Οικοδομικό Κανονισμό, για την λειτουργία των συγκεκριμένων επενδύσεων μπορεί να παραχωρείται στον επενδυτή το δικαίωμα χρήσης της παραλίας, του αιγιαλού, ακόμα και του πυθμένα της θάλασσας και τα βοηθητικά και συνοδά έργα για την πραγματοποίηση της επένδυσης εκτελούνται κατά προτεραιότητα. Για την εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων επενδύσεων ορίζονται διαδικασίες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης ιδιοκτησιών, σε όφελος του ιδιώτη επενδυτή και τέλος μπορεί να δημιουργούνται “ειδικές ζώνες προστασίας και ελέγχου” γύρω από τις περιοχές των  ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ, στις οποίες μπορεί να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί στις χρήσεις γης, στη δόμηση και στην εγκατάσταση και άσκηση δραστηριοτήτων και λειτουργιών.

Η λεγόμενη «μεταρρύθμιση του συστήματος χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού», όπως προτάθηκε από το ΥΠΕΚΑ, αποτελεί κατ’ αρχήν μία προσπάθεια «νομικής θωράκισης» των ΕΣΧΑΣΕ/ΕΣΧΑΔΑ. Επιπλέον, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης «μεταρρύθμισης», όλα τα επίπεδα σχεδιασμού από το επίπεδο των ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ και πάνω (συμπεριλαμβανομένων και των ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ), μετατρέπονται από δεσμευτικά σε «κατευθυντήρια», ενώ ειδικά το Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης μετατρέπεται σε «κείμενο αρχών, στόχων, πολιτικών προτεραιοτήτων και βασικών επιλογών της κυβερνητικής πολιτικής, το οποίο δεν αποτελεί σχέδιο». Τέλος, με το καθεστώς της «μεταρρύθμισης» «μια επένδυση θα αρκεί να είναι συμβατή (και/ή να εντάσσεται) με δύο επίπεδα σχεδιασμού ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της: αντίστοιχο Ειδικό ή Περιφερειακό πλαίσιο και τοπικό Σχέδιο Χρήσεων Γης.»

Έτσι, στοιχεία του προκλητικά ευνοϊκού καθεστώτος που απολαμβάνουν με το fast-track οι λεγόμενες στρατηγικές επενδύσεις, μεταφέρονται και σε δραστηριότητες που λόγω μεγέθους σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν στρατηγικές. Όμως με αυτόν τον τρόπο καταργείται επί της ουσίας ο σχεδιασμός και αντικαθίσταται από σημειακές, φωτογραφικές ρυθμίσεις, που επιπλέον σίγουρα θα αποδειχθούν και αλληλοσυγκρουόμενες, ενώ καταργείται κάθε ίχνος της έστω και τυπικής, διαμεσολαβημένης και με άνισους όρους συμμετοχής των κοινωνιών στο σχεδιασμό, για να αντικατασταθεί απροσχημάτιστα από το δίκαιο του ισχυρότερου και τις συγκυριακές κινήσεις του διεθνούς και εγχώριου κεφαλαίου. Ένα καθεστώς ταιριαστό στην μετα-αποικιακού τύπου «ανάπτυξη» που μας υπόσχονται και η οποία μπορεί να αποδειχθεί χειρότερη και από την «κρίση».

Η ανατροπή του σημερινού καθεστώτος υφαρπαγής, που κυβέρνηση και τρόικα ΔΝΤ/ΕΚΤ/ΕΕ επιβάλλουν, με στόχο την εξυπηρέτηση αρπακτικών κεφαλαίων και την γρηγορότερη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, αποτελεί προϋπόθεση για έναν σχεδιασμό στην υπηρεσία του περιβάλλοντος και της εργαζόμενης πλειοψηφίας, με δημοκρατική συμμετοχή της κοινωνίας.

Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε πρόταση της Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων που υιοθετήθηκε από την 3η Πανελλαδική Αντιπροσωπεία του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ στις 29/6/2013. Περισσότερα για το θέμα του νέου υποδείγματος πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού μπορείτε να δείτε εδώ: https://akea2011.wordpress.com/2013/11/06/alageshorotaxikoukepoleodomikoushediasmou/

Οικοδομή και οικοδομικοί κανονισμοί

Η «οικοδομή» αποτέλεσε έναν πυκνωτή του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, που εμφάνισε με ιδιαίτερη ενάργεια τους βασικούς όρους εφαρμογής του: τον καταμερισμό χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, τη λειτουργία της γαιοπροσόδου, την κατακόρυφη διάρθρωση και την ιεραρχία στην παραγωγική διαδικασία, την παρεμβολή της τεχνολογικής εξέλιξης στην παραγωγικές σχέσεις και το προϊόν της εργασίας, την αλλοτρίωση του εργαζόμενου προς το αντικείμενο της εργασίας του κ.λπ.

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ο κεντρικός χαρακτήρας που έλαβε η οικοδομική δραστηριότητα στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου, κατέστησε την «οικοδομή» βασικό δέκτη και δείκτη των μεταβολών σε κάθε επίπεδο. Η καθίζηση που υπέστη κατά την τελευταία πενταετία (κατά 80%, από 77,85 εκατ. κ.μ. το 2007 σε 15,57 εκατ. κ.μ το 2012), επηρέασε καθοριστικά τους όρους εργασίας τόσο στον οικοδομοτεχνικό κλάδο, όσο και στον κλάδο των μηχανικών, ακόμη και σε εκείνο το τμήμα του που δεν είχε άμεση εμπλοκή με τη διαδικασία παραγωγής οικοδομικού αποθέματος.

Όπως συμβαίνει μπροστά σε κάθε νέο και ανοίκειο σκηνικό της ιστορίας, έτσι και το οικονομικό σοκ που προκάλεσε η θεαματική πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας συνοδεύτηκε από την εμφάνιση μίας σειράς μύθων για την προοπτική και τους τρόπους ανάκαμψης της οικοδομής.

Ο πρώτος μύθος που συνόδευσε την καταρρέουσα οικοδομική δραστηριότητα είναι το υψηλό κόστος κατασκευής. Υπό το γενικό πρόσταγμα της «μείωσης του κόστους», η κυβέρνηση θέσπισε με τον ν.4046/2012 τη νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (από 14/2/2012) για τα οικοδομοτεχνικά έργα που οδήγησε στη μείωση έως και 60% των άμεσων αποδοχών του εργατοτεχνικού προσωπικού και σε αντίστοιχη μείωση των ενσήμων του ΙΚΑ, των δώρων, των συντάξεων κ.λπ. Αντίστοιχα, η απελευθέρωση των ελάχιστων αμοιβών των μηχανικών που θεσπίστηκε με το Ν.3919/2011 οδήγησε σε μείωση των αποδοχών που έφτασε σε επίπεδα έως 30% των αρχικών τιμών για εργασίες μελέτης, επίβλεψης και γενικής επιστασίας μηχανικών.

Παρά τη ραγδαία μείωση του εργατικού κόστους, το συνολικό κόστος της κατασκευής οικοδομής παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Η κυβέρνηση εφάρμοσε μία σκληρή πολιτική περικοπών μόνο ως προς το κόστος εργασίας, τη στιγμή που με νομοθετικές παρεμβάσεις της αύξησε δραματικά το κόστος προμήθειας υλικών. Η αύξηση του ΦΠΑ από 18% σε 23%, η υποχρέωση χρήσης ακριβών υλικών βάσει σχετικών προδιαγραφών (βλέπε ΚΕΝΑΚ), η επιβολή αυξημένου φόρου πετρελαίου και η αύξηση των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών από ενδιάμεσους φορείς, λόγω της μερικής ή πλήρους ιδιωτικοποίησής τους (πχ ΔΕΔΔΗΕ, ΕΥΔΑΠ κλπ), αποκάλυψαν την ταξική διάσταση του κυβερνητικού επιχειρήματος περί ανάγκης μείωσης του κόστους κατασκευής.

Ο δεύτερος μύθος αφορά στο «υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα», ως δήθεν εμπόδιο στην οικοδομική δραστηριότητα. Η υποκριτική διάσταση του επιχειρήματος αυτού είναι διττή:  Όπως προκύπτει και από μία πρόχειρη μελέτη του σχετικού πίνακα της EUROSTAT, αφενός το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα υπερβαίνει κατά ελάχιστο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κι αφετέρου η ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας, όπως σημειώθηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης κατά την 20ετία πριν την ανάδυση της καπιταλιστικής κρίσης, δεν επηρεάστηκε από τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στις χώρες αυτές. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα η Ισπανία και η Ρουμανία, με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης και ταυτόχρονα φρενήρεις ρυθμούς οικοδομικής δραστηριότητας μέχρι πριν λίγα χρόνια. Αντίστοιχα, τα χαμηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης σε χώρες όπως η Ελβετία ή η Γερμανία δε φάνηκε να δίνουν κάποια ιδιαίτερη ώθηση στην εσωτερική οικοδομική δραστηριότητα.

homeownership-1Όπως λοιπόν οι σχετικά υψηλοί μισθοί των Σκανδιναβικών χωρών δεν καθιστούν τις αντίστοιχες οικονομίες «ανίσχυρες» προκαλώντας ρεύματα οικονομικής μετανάστευσης Σουηδών και Νορβηγών προς το Μπαγκλαντές ή τη Μαλαισία, με παρόμοιο τρόπο τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης δε σχετίζονται με την ανακοπή της οικοδομικής δραστηριότητας.

Γιατί όμως το παγκόσμιο φαινόμενο της κρίσης στον κατασκευαστικό κλάδο, ως αποτέλεσμα της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυμένο στην Ελλάδα;

Παράλληλα με τις ήδη εντοπισμένες κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσαν κυρίαρχα τη σημερινή εικόνα του οικιστικού περιβάλλοντος οικονομίας (ανάγκη στέγασης εσωτερικών κι εξωτερικών μεταναστευτικών ρευμάτων, αστικοποίηση και προαστιοποίηση, κατάτμηση αστικής και περιαστικής γης σε μικρές ιδιοκτησίες, αυτοστέγαση και αυθαίρετη δόμηση, καθιέρωση θεσμού αντιπαροχής κ.λπ), αναδεικνύοντας την οικοδομή ως εθνικό τοτέμ της εγχώριας καπιταλιστικής παραγωγής, η ελληνική ιδιαιτερότητα οφείλει να προσεγγιστεί από μία ευρύτερη μακροπολιτική οπτική για τη πληρέστερη κατανόηση και ερμηνεία της. Από την περίοδο του μεσοπολέμου, η έδραση της ελληνικής οικονομίας σε εσωστρεφή οικονομικά μοντέλα, όπως η οικοδομική δραστηριότητα, αποτέλεσε, εκτός των άλλων, και μία συστημική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης έναντι εναλλακτικών μοντέλων βασισμένων κυρίως στη βιομηχανική παραγωγή και τις εξαγωγές, που προέταξε η αριστερή διανόηση, αλλά και ένα από τα βασικά εργαλεία για την αλλοίωση της ταξικής συνείδησης  πλατιών λαϊκών στρωμάτων πληθυσμού, μέσα από το θεσμό της αντιπαροχής και τη διευκόλυνση επένδυσης σχετικά μικρών κεφαλαίων στην ανθούσα «οικοδομή», σε μία κομβική ιστορική συγκυρία για την εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην Ελλάδα.

Στη συνθήκη αυτή, οι ανάγκες ανάπτυξης του κατασκευαστικού κεφαλαίου άνοιξαν αναγκαστικά διάπλατα τις πόρτες τη ανώτατης εκπαίδευσης και των πολυτεχνικών σχολών σε κατώτερες κοινωνικές τάξεις του πληθυσμού, μαζικοποιώντας με τον τρόπο αυτό τον κλάδο των μηχανικών. Το διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στο κεφάλαιο και τις δυνάμεις της εργασίας στο χώρο του οικδομοτεχνικού έργου ανέλαβε θεσμικά το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Μέσα από ένα μηχανισμό απονομής προνομίων που ανέπτυξε διαχρονικά, το ΤΕΕ διαμόρφωσε τους όρους της κοινωνικής συμμαχίας του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του με τον κλάδο των μηχανικών. Ως αντισταθμιστικό κι εξισορροπητικό μέτρο για την πολύτιμη αυτή προσφορά προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις και το κεφάλαιο, το ΤΕΕ μεσολάβησε στην απόδοση ενός μικρού τμήματος από τα υπερκέρδη του τελευταίου υπέρ του κλάδου των μηχανικών, κυρίως μέσα από φορολογικά και κοινωνικά προνόμια.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα στον τομέα των κατασκευών συνοδεύτηκε από μία αντίστοιχη ιδιαιτερότητα στη θέσπιση της οικοδομικής νομοθεσίας. Η βασική πηγή κερδοφορίας από την οικοδομική δραστηριότητα αναζητήθηκε στη συνεχή διεύρυνση και στην ένταση του πεδίου της οικοδομικής δραστηριότητας και όχι στην ποιοτική αναβάθμιση του υφιστάμενου οικοδομικού αποθέματος. Ως αποτέλεσμα της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής αναζήτησης της οικοδομικής «ποσότητας», ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός σε όλες τις εκδοχές του όρισε ως ρυθμιζόμενη αξία του προϊόντος της οικοδομικής δραστηριότητας το λειτουργικά μετρήσιμο μέγεθος της επιφάνειας (σε τετραγωνικά μέτρα) με βασικό εργαλείο το Συντελεστή Δόμησης, αντίθετα με ό,τι ισχύει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Στο επίπεδο της παραγωγής νέου οικοδομικού αποθέματος, ήδη από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 η οικοδομική δραστηριότητα υπερκάλυψε σε επίπεδο οικιστικού αποθέματος τις στεγαστικές ανάγκες του πληθυσμού. Με το τέλος του και του δεύτερου «baubοοm» που εμφανίστηκε τη δεκαετία του’90 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το οικιστικό απόθεμα της χώρας άγγιζε τα 6,5 εκατομμύρια ακίνητα κι επιπλέον εκατοντάδες χιλιάδες οικοδομικά κελύφη σε εγκαταλελειμμένους οικισμούς, σε χωριά – φαντάσματα της ελληνικής παραμεθορίου.  Σε ένα δημογραφικά στάσιμο και γηράσκοντα πληθυσμό που πλησίαζε τα 8 εκατομμύρια πολιτών σε ηλικία άνω των 19 ετών, η αναλογία του αποθέματος των οικιστικών ακινήτων προς του εν δυνάμει χρήστες τους έτεινε προς το οριακό 1:1. 

Η κρίση υπερσυσσώρευσης στον τομέα της κατασκευής θα μπορούσε να εκτονωθεί, χωρίς να απειλείται το υπάρχον οικονομικοκοινωνικό πλαίσιο, μόνο μέσα από την καταστροφή τμήματος του συσσωρευμένου οικοδομικού αποθέματος ή τη δημιουργία νέων πεδίων άντλησης κερδών.  Ότι δηλαδή επιχειρούσε να πράξει ιστορικά το κεφάλαιο σε αντίστοιχες περιπτώσεις, μέσα από την επίθεση σε εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, ενίοτε και μέσα από πολέμους. Αν λοιπόν η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα, αντιστρέφοντας τη γνωστή ρήση του Κλαούζεβιτς, μία σειρά νομοθετημάτων σε πολεοδομικό και χωροταξικό επίπεδο αποτέλεσαν το οπλοστάσιο που υποκατέστησε τις βόμβες και τις ερπύστριες στην προσπάθεια καταστροφής τμήματος του οικοδομικού αποθέματος ως συσσωρευμένο κεφάλαιο, επιτυγχάνοντας dejure, ό,τι θα κόστιζε ακριβά σε μία defacto επέμβαση στο δομημένο και αδόμητο περιβάλλον.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός (ν.4067/2012) ήρθε να αναδιαμορφώσει επιμέρους όρους ένταξης του υφιστάμενου και του νέου οικοδομικού αποθέματος στη νέα συνθήκη προς όφελος του κατασκευαστικού κεφαλαίου και σε βάρος τόσο του φυσικού όσο και του δομημένου περιβάλλοντος: το εμπόδιο που συναντούσε το μεγάλο κατασκευαστικό κεφάλαιο από την κατάτμηση της οικοδομήσιμης γης σε μικρές ιδιοκτησίες επιχειρείται να ξεπεραστεί με την πριμοδότηση της συνένωσης οικοπέδων (στην πραγματικότητα η παρότρυνση παραχώρησης γης από ιδιώτες σε κατασκευαστικές εταιρίες), οι περιορισμοί δόμησης σε μεγάλες κατασκευές αμβλύνονται, ενώ δίνεται μία ακόμη τεχνητή ώθηση στον ημιθανή εργολαβικό τομέα, μέσα από την επιπόλαια και καταστροφική έμμεση αύξηση του Συντελεστή Δόμησης για τις ανεγειρόμενες οικοδομές.

Σε κάθε περίπτωση, στο νέο πεδίο που προεικονίζει η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης στον κλάδο των κατασκευών μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο που ορίζουν η κυβέρνηση, η ΕΕ και το ΔΝΤ, η οικοδομή, ως κυρίαρχο οικονομικοκοινωνικό μόρφωμα, καθώς και οι δεδομένες σχέσεις παραγωγής που περιείχε, σταματούν να υφίστανται. 

Τα δομικά χαρακτηριστικά της γενικότερης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και η ιδιοσυστασία της ελληνικής εκδοχής της κρίσης μέσα στο σύστημα αυτό, καθώς και το οριακό σημείο καμπής στο οποίο βρέθηκε σχετικά νωρίς η παραγωγή οικοδομικού αποθέματος στην Ελλάδα, καθιστούν την προσδοκία μίας αυτόματης «ανάκαμψης της οικοδομής» ανεδαφική. Αντίστοιχα, η ευρύτερη οικοδομική δραστηριότητα δε θα μπορέσει να τεθεί σε συνολική επανεκκίνηση αν δεν διέλθει από τη μέγγενη της σύνθλιψης των εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, με την παράλληλη αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού που τη συντηρούσε, ή αν δεν υπερβεί το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν έως τώρα. 

Αναλυτικότερα θα παραπάνω θέμα αναπτύσσεται εδώ https://akea2011.wordpress.com/2013/11/15/krisistinikodomi/

Το ψηφοδέλτιο της Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων – ΑΚΕΑ:
1)Αθανασοπούλου-Βαφειάδου Αντωνία
2)Βιτοπούλου Αθηνά
3)Βλάση Αναστασία
4)Βουρεκάς Κωνσταντίνος
5)Καπιτσίνης Νικόλαος
6)Παπαγκίκας Γεώργιος
7)Σπανού Δήμητρα
8)Χάγιου Αικατερίνη (Κάτια)

Συντάκτης: Αριστερή Κίνηση Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων - ΑΚΕΑ

Συλλογικότητα άνεργων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων αρχιτεκτόνων, που δραστηριοποιείται στον ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και όχι μόνο.

Σχολιάστε